Menu

ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΙΖΛΑΡΗ

αρχαιολόγος-μουσειολόγος παρούσα θέση: Διδακτορική Ερευνήτρια στο University College London   Mεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία: Η διπλωματική χρήση του πολέμου και των πολεμικών μουσείων στη ρητορική του έθνους-κράτους. Η περίπτωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα. Η παρούσα διπλωματική εργασία με τίτλο «Η ιδεολογική χρήση του πολέμου και των πολεμικών μουσείων στη ρητορική του έθνους-κράτους. Η περίπτωση […]

αρχαιολόγος-μουσειολόγος

παρούσα θέση: Διδακτορική Ερευνήτρια στο University College London

 

Mεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία: Η διπλωματική χρήση του πολέμου και των πολεμικών μουσείων στη ρητορική του έθνους-κράτους. Η περίπτωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα.

Η παρούσα διπλωματική εργασία με τίτλο «Η ιδεολογική χρήση του πολέμου και των πολεμικών μουσείων στη ρητορική του έθνους-κράτους. Η περίπτωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα» πραγματεύεται το ζήτημα της αναπαράστασης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα Πολεμικά Μουσεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Εξετάζει το πώς αυτές οι αφηγήσεις ενσωματώνονται στη ρητορική του έθνους-κράτους και χρησιμοποιούνται από την εξουσία προς επίρρωσή της. Η ρητορική του έθνους-κράτους εκφέρεται μέσα από μια πληθώρα επίσημων κρατικών θεσμών, όπως το μουσείο και το σχολείο, αλλά και ανεπίσημων μη κρατικών, όπως η μουσική, η λογοτεχνία και το σινεμά. Οι αναπαράστασεις που προτείνουν τα παραπάνω για τα γεγονότα του πολέμου διαμορφώνουν καθοριστικά την άποψη των πολιτών για την εθνική ιστορία και τον Εθνικό εαυτό και κατευθύνουν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές επιλογές τους.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ο πρώτος μεγάλος πόλεμος που σημάδεψε περισσότερο τα εκατομμύρια των αμάχων που βρέθηκαν στην πίσω γραμμή παρά εκείνους που πολεμούσαν στα χαρακώματα, όπως συνέβη με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ο πόλεμος που διαμόρφωσε τις σύγχρονες πολιτικές ισορροπίες και κοινωνικές συνθήκες και γι’αυτό λογίζεται ως ο πιο σημαντικός από τους δύο παγκοσμίους, καθώς υπό μία  έννοια ζούμε με την κληρονομιά του.

Η αναπαραστατική δύναμη του μουσείου χρησιμοποιείται εμφατικά, για να επιβεβαιώσει το επίσημο αφήγημα του έθνους-κράτους. Το ελληνικό έθνος παρουσιάζεται άλλοτε ως ήρωας και άλλοτε ως θύμα στα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου, εικόνα που δε διαφέρει καθόλου μακροσκοπικά από το κυρίαρχο αφήγημα του έθνους-κράτους για τον Εθνικό εαυτό, όπως προκύπτει από τα σχολικά εγχειρίδια. Συχνά, είναι οι ταινίες και η λογοτεχνία που θα προσφέρουν στο ελληνικό κοινό μια πιο ολοκληρωμένη εκδοχή του παρελθόντος χωρίς αποσιωπήσεις, με αρκετές ωραιοποιήσεις παρόλα αυτά.

Η παραγόμενη αυτό-εικόνα μας, όπως παρουσιάζεται στα πολεμικά μουσεία, είναι μια εικόνα κίβδηλη, η οποία δε συγκροτεί τελικά τίποτα άλλο παρά μόνο ένα γενικό και ορθοκανονικό κάδρο των γεγονότων και της κοινωνίας της περιόδου, καταδικάζοντας στη λήθη άβολες πτυχές του παρελθόντος. Η προφορική ιστορία και η ιστορία από τα κάτω είναι σαφέστατα δύο εργαλεία που έχουν μείνει αχρησιμοποίητα στις εκθέσεις των ελληνικών Πολεμικών Μουσείων. Ο υλικός πολιτισμός παραμένει δυστυχώς αναξιοποίητος και η αφήγηση καταλήγει να προσομοιάζει με παράθεση γεγονότων από βιβλίο εγκυκλοπαιδικής γνώσης. Η μονοπωλιακή θέση του Ελληνικού Στρατού ως ο μόνος και κύριος δημιουργός των αφηγήσεων για τον πόλεμο δημιουργεί ορισμένες στρεβλώσεις. Οι εκθέσεις που παράγει έχουν ενσυνείδητα πολιτικό περιεχόμενο και προπαγανδίζουν τις ιδέες των νικητών του Εμφυλίου, δημιουργώντας φαύλες αντιλήψεις για τον Εθνικό εαυτό και τον ιστορικό του ρόλο.

Το βρετανικό παράδειγμα για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως παρουσιάζεται στο Imperial War Museum και στο Churchill War Rooms στο Λονδίνο, δε διαφέρει σφόδρα από τις αφετηρίες του ελληνικού παραδείγματος, αλλά καταλήγει να παρουσιάζει με μεγαλύτερη συνέπεια ευρύτερα γεγονότα που αφορούν την Ευρώπη εν γένει και όχι τόσο τη Βρετανία κατ’αποκλειστικότητα. Η αφήγηση που προτείνεται ως προς τον «εθνικά Άλλο» είναι περισσότερο συμφιλιωτική και ανοικτή υπακούοντας μάλλον περισσότερο σε πολιτικές που στρέφονται σε οικονομικά συμφέροντα στην Ε.Ε. παρά σε μια καθολικά διαφορετική θεώρηση της Ιστορίας, αν και το τελευταίο δεν μπορούμε να το υποτιμήσουμε πλήρως. Παρόλα αυτά, η αυτοεγκωμιαστική προσέγγιση του Εθνικού εαυτού επικρατεί και εδώ, γεγονός αρκετά εμφανές στους επισκέπτες, όπως διαφάνηκε μετά από έρευνα κοινού που διεξήγαγε η γράφουσα στο CWR. Η μουσειογραφική παρουσίαση των εκθέσεων για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι εξίσου εντυπωσιακή και επιμελημένη όπως οι υπόλοιπες εκθέσεις, αποτέλεσμα ανάθεσης σε ιδιωτικές εταιρείες design.

Καταλήγοντας, συμπεραίνουμε ότι ο πολιτισμός εργαλειοποιείται προς μια κατεύθυνση κατακύρωσης και επιβεβαίωσης του αξιακού συστήματος του έθνους-κράτους. Οι αναπαραστάσεις για τον πόλεμο και κυρίως η μνήμη του λειτουργούν ως μετασχηματιστές απόψεων για πολιτικές επιλογές του σήμερα, κι αυτό αποδεικνύεται ένα πανίσχυρο εργαλείο για εκείνους που ξέρουν να το εκτιμήσουν και να το αξιοποίησουν στη χάραξη εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

Λέξεις-κλειδιά: πολεμικά μουσεία, B’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στρατιωτικά κειμήλια, εθνικισμός, εθνικός εαυτός, εθνικό φαντασιακό, εθνική ταυτότητα, μουσεία και πολιτική, εθνικοί μύθοι